- ξυμμαχίδων
- συμμαχίδων , συμμαχίςalliedfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμαχίς — ίδος, ἡ, Α (ως ιδιότυπος τ. θηλ. τού σύμμαχος) 1. η σύμμαχος («ἀπὸ τῶν ἐν Κεγχρειᾷ ξυμμαχίδων Πελοποννησίων νεῶν», Θουκ.) 2. το σύνολο τών συμμάχων («φευγέτω ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα», επιγρ.) 3. φρ. «συμμαχὶς πόλις» η σύμμαχη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek